Ἀμμιανοῦ

Ἀμμιανοῦ
Ἀμμιανός
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αμμιανός, Μαρκελλίνος — (Ammianus Marcellinus, Αντιόχεια περ. 330 – Ρώμη περ. 400 μ.Χ.).Ιστορικός. Μιμήθηκε τον Τάκιτο συνεχίζοντας τις Ιστορίες του με ένα έργο 31 τόμων, από το oποίο σώθηκαν οι τελευταίοι 18 τόμοι (από το έτος 353 έως το 378). Προικισμένος με πολιτική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”